νικοτιανίνη

νικοτιανίνη
η
χημ. ουσία που λαμβάνεται με απόσταξη με νερό τών νωπών φύλλων τού καπνού, αλλ. αιθέριο έλαιο τού καπνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. nicotianine (< νικοτιάνα + κατάλ. -ine). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”